- καρπιστής
- καρπιστής, ὁ (Α) [καρπίζω (II)]αυτός που απελευθερώνει δούλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρπιστής — emancipator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπιστοῦ — καρπιστής emancipator masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπιστήν — καρπιστής emancipator masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπιστικός — καρπιστικός, ή, όν (Α) [καρπιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε απελευθέρωση δούλου 2. (για απόφαση) απαλλακτικός … Dictionary of Greek